μηλοβολώ

μηλοβολώ
-άω και -έω (Α μηλοβολῶ, -έω)
νεοελλ.
(στο παρελθόν) πετώ μήλα σε κοπέλα για να φανερώσω την αγάπη μου
αρχ.
πετώ μήλα εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -βολῶ, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. τ. *μηλοβόλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”